καυκάλιον

καυκάλιον
καυκάλιον, τό,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καυκάλιον — καυκάλιον, το (ΑΜ) μσν. κούπα, ποτήρι αρχ. βαυκάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον] …   Dictionary of Greek

  • βαυκάλιον — και καυκάλιον, το (AM) μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και… …   Dictionary of Greek

  • кавкал — кубок , только русск. цслав. кавкаль, с ХI в. Из греч. καυκάλιον – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 71; Мi. ЕW 113 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”