καυκάλιον
Look at other dictionaries:
καυκάλιον — καυκάλιον, το (ΑΜ) μσν. κούπα, ποτήρι αρχ. βαυκάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον] … Dictionary of Greek
βαυκάλιον — και καυκάλιον, το (AM) μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και… … Dictionary of Greek
кавкал — кубок , только русск. цслав. кавкаль, с ХI в. Из греч. καυκάλιον – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 71; Мi. ЕW 113 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера